- εἰσβολάς
- εἰσβολά̱ς , εἰσβολήinroadfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαποπληρώ — όω, Α γεμίζω κάτι προηγουμένως («προαποπληροῡν τὰς είσβολὰς καὶ τὰς διόδους», Αιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποπληρῶ «γεμίζω εντελώς»] … Dictionary of Greek
προκατασκευάζω — ΝΑ νεοελλ. 1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, η, ο (ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία… … Dictionary of Greek